- δίγλωσσος
- -η, -ο (Α -σσος, -ον και -ττος, -ον)1. αυτός που έχει δύο γλώσσες2. αυτός που μιλά δύο γλώσσες3. (για επιγραφές, βιβλία, νόμους κ.λπ.) ο συντεταγμένος σε δύο γλώσσεςνεοελλ.το ουδ. ως ουσ. το δίγλωσσοαρχ.1. δόλιος, απατηλός («οὕτως ὁ ἁμαρτωλὸς ὁ δίγλωσσος», ΠΔ)2. το αρσ. ως ουσ. ο δίγλωττος αυτός που μιλά δύο γλώσσεςβ) ο διερμηνέας.
Dictionary of Greek. 2013.